- νυκτέλια
- νυκτέλιοςnightlyneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ДИОНИС — • Dionysus, Διόνυσος, Διώνυσος, Βάκχος, Bacchus, Liber, Вакх, сын Зевса и Семелы (Ноm. Il. 14, 325), бог вина и виноделия, посредством вина веселящий сердце человека (χάρμα βροτοι̃σιν) и прогоняющий заботы и страдания (Λυαι̃ος,… … Реальный словарь классических древностей
νυκτέλιος — νυκτέλιος, ον (Α) 1. (ως προσωνυμία τού θεού Διονύσου) νυκτερινός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νυκτέλια (ενν. ἱερά) γιορτή που τελούσαν προς τιμή τού θεού Διονύσου και η οποία ονομάστηκε έτσι, επειδή συνήθως γινόταν κατά τη διάρκεια τής νύχτας 3 … Dictionary of Greek